- σαχίνι
- τοβλ. σαΐνης, ο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαχίνι — το, Ν βλ. σαΐνι … Dictionary of Greek
σαΐνι — και σαγίνι και σαχίνι, το, Ν 1. ζωολ. α) είδος γερακιού, κατ εξοχήν ζωηρού και ευκίνητου β) στον πληθ. τα σαΐνια κοινή ονομασία ορισμένων αρπακτικών πτηνών τής οικογένειας accipitridae, όπως τού Αccipiter brevipes, τού καθαυτό σαϊνιού, τού… … Dictionary of Greek